Α.Πρόωρη εκσπερμάτιση
Η πρόωρη εκσπερμάτιση θεωρείται ως η πιο κοινή σεξουαλική δυσλειτουργία στον άνδρα, με μια συχνότητα που φτάνει έως και το 40% ( περισσότεροι λοιπόν από έναν στους τρεις άνδρες υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή ). Ως πρόωρη χαρακτηρίζουμε την εκσπερμάτιση που συμβαίνει μετά από ελάχιστη σεξουαλική διέγερση, πριν, κατά ή αμέσως μετά την είσοδο του πέους στον κόλπο και χωρίς ο ασθενής να την επιθυμεί. Η δυσλειτουργία αυτή αποτελεί σημαντική πηγή άγχους για τον άνδρα, ο οποίος μπορεί ακόμα και να μην επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις, από το φόβο της αδυναμίας επίτευξης ολοκληρωμένης επαφής και της ενδεχόμενης απόρριψης από τη σύντροφο.
Το άγχος αυτό βεβαίως αντανακλά σε όλες τις παραμέτρους και τους τομείς της ζωής του, με αποτέλεσμα συχνά την έλλειψη αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης και αυτοσεβασμού, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ήπια ή και μείζονα κατάθλιψη.
Ακόμα όμως και σε μόνιμες, μακροχρόνιες σχέσεις ή και πολυετείς γάμους, η διαταραχή αυτή δημιουργεί με την πάροδο του χρόνου επιπρόσθετα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των συντρόφων, καθώς βλέπουμε ζευγάρια να έρχονται αναζητώντας βοήθεια ακόμα και μετά από δεκαετίες « αρμονικής » συμβίωσης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα σε αυτές τις περιπτώσεις, ότι πολύ συχνά η γυναίκα είναι αυτή που προτρέπει στην αναζήτηση λύσης.
Γίνεται λοιπόν σαφές, ότι πρόκειται για μία σεξουαλική διαταραχή με σημαντικές συνέπειες τόσο στη ζωή και ψυχολογία του άνδρα που πάσχει, όσο και της συντρόφου του. Είναι λοιπόν μία κατάσταση, στην οποία πρέπει να αναζητείται λύση. Εν τούτοις, οι περισσότεροι πάσχοντες δεν την αναζητούν, είτε λόγω αισθήματος ντροπής, είτε λόγω της πεποίθησης ότι δεν υπάρχει φαρμακευτική ή άλλη αποτελεσματική θεραπεία για την κατάστασή τους .
Το πρώτο λοιπόν θέμα, είναι να ξεπεράσει ο πάσχων όποιους δισταγμούς και προκαταλήψεις έχει και να απευθυνθεί στον ειδικό, ο οποίος είναι ο χειρουργός ουρολόγος – ανδρολόγος. Το δεύτερο θέμα, που είναι το εάν πραγματικά υπάρχει λύση στο πρόβλημά του , ή εάν θα πρέπει μοιρολατρικά να το υπομένει και να ζει με αυτό, είναι που καλείται να απαντήσει ο ειδικός και η απάντηση είναι ότι με τους κατάλληλους διαγνωστικούς και θεραπευτικούς χειρισμούς, θα επέλθει ριζική βελτίωση σε περισσότερους από 9 στους 10 πάσχοντες.
Ας δούμε όμως κάποια επιστημονικά δεδομένα για να γίνω πιο κατανοητός. Κάνοντας μια ανασκόπηση στην ιστορία της αναγνώρισης και της αντιμετώπισης της πρόωρης εκσπερμάτισης, βλέπουμε ότι για πάρα πολλά χρόνια εθεωρείτο ως μια καθαρά ψυχολογική διαταραχή, με αποτέλεσμα να ασχολούνται με τη λύση της μόνο ψυχολόγοι, χρησιμοποιώντας τεχνικές ψυχολογικής – σεξουαλικής θεραπείας και ασκήσεων συμπεριφοράς.
Κάποια στιγμή όμως παρατηρήθηκε ότι η χρήση κάποιων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων είχε σαν «παρενέργεια» και την καθυστέρηση, ή ακόμα και αδυναμία επίτευξης της εκσπερμάτισης. Μία άλλη παρατήρηση ήταν ότι πολλοί άνδρες παραπονούνταν για πρόωρη εκσπερμάτιση, ενώ έπασχαν από χρόνιες φλεγμονές του προστάτη (προστατίτιδες), η οποία διορθωνόταν με τη θεραπεία που ελάμβαναν για τις φλεγμονές αυτές. Ακόμη, παρατηρήθηκε ότι σε πολλούς άνδρες που είχαν πρόωρη εκσπερμάτιση από την αρχή της σεξουαλικής τους ζωής, υπήρχε μια υπερευαισθησία περιοχών της ακροποσθίας, της βαλάνου και του χαλινού και ανταποκρίνονταν πολύ καλά στην εφαρμογή κατάλληλων τοπικών αναισθητικών φαρμάκων. Τελευταία φαίνεται σε κάποιες μελέτες ότι έχουν επίδραση στην καθυστέρηση της εκσπερμάτισης και τα φάρμακα που χορηγούνται για τη στυτική δυσλειτουργία.
Όλες αυτές οι παρατηρήσεις, που έγιναν ταυτόχρονα με τη ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης της ανδρολογίας την τελευταία δεκαετία, οδήγησαν στη διαπίστωση πως η αιτιολογία της πρόωρης εκσπερμάτισης έχει κατά κύριο λόγο και στις περισσότερες περιπτώσεις οργανική βάση, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται και το ψυχολογικό φορτίο που αυτή επιφέρει στον πάσχοντα, το οποίο όμως συνήθως είναι συνέπεια και όχι αιτία της διαταραχής. Έτσι, οδηγηθήκαμε στην κατάταξη και αντιμετώπιση της πρόωρης εκσπερμάτισης ως μιας ιατρικής, οργανικής πάθησης, για τη διάγνωση και θεραπεία της οποίας πραγματοποιούνται έγκριτες κλινικές μελέτες και υπάρχουν πλέον κατευθυντήριες οδηγίες από τις μεγαλύτερες Ουρολογικές Εταιρείες ( Ευρωπαϊκή και Αμερικανική Ουρολογική Ένωση).
Η πρόωρη εκσπερμάτιση λοιπόν κατατάσσεται σε πρωτοπαθή ή επίκτητη, μόνιμη ή περιστασιακή, απλή ή σχετιζόμενη με άλλες οργανικές διαταραχές (χρ. προστατίτιδα, στυτική δυσλειτουργία, υπερθυρεοειδισμό) και τέλος ανάλογα με τη βαρύτητά της σε σοβαρή (<15 δευτερόλεπτα), μέτρια (<1 λεπτό) και ήπια ( ανάμεσα 1 και 2 λεπτά), μετρώντας το χρόνο από την κολπική διείσδυση ως την εκσπερμάτιση.
Πρέπει να γίνεται η ταξινόμηση του πάσχοντος σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες, ούτως ώστε να κατευθύνεται ανάλογα η θεραπευτική τακτική μας. Πρέπει λοιπόν να παίρνει ο ειδικός γιατρός ένα καλό ιστορικό από τον ασθενή, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινής, ενώ καλό είναι να είναι παρούσα και η σύντροφος εάν είναι δυνατόν. Στη συνέχεια είναι πολύ σημαντική μία καλή κλινική εξέταση, όπου θα αποκλεισθούν κάποιες άλλες παθολογικές καταστάσεις, ενώ η διαδικασία της διαγνωστικής προσέγγισης και κατάταξης της πάθησης κλείνει με κάποιες εργαστηριακές εξετάσεις.
Στη συνέχεια, ο ειδικός γιατρός μπορεί να προχωρήσει στη θεραπεία της πάθησης. Είναι ευνόητο ότι στις περιπτώσεις δευτεροπαθούς πρόωρης εκσπερμάτισης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πρωταρχικά το αίτιο ή η συνοδός οργανική πάθηση.
Στην πρωτοπαθή, που είναι και αυτή που απασχολεί την πλειοψηφία των πασχόντων, η θεραπεία πρέπει να συνδυάζει την ψυχοσεξουαλική υποστήριξη και τη φαρμακευτική αγωγή. Όσον αφορά την πρώτη, είναι απαραίτητη για να κατανοήσει ο πάσχων ότι δεν θα λυθεί το πρόβλημά του από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά ενδέχεται να δοκιμασθούν κάποια θεραπευτικά σχήματα και να πεισθεί να ακολουθήσει τις συστάσεις του γιατρού για όσο χρόνο χρειαστεί.
Όσον αφορά τώρα τη φαρμακευτική θεραπεία, αυτή θα πρέπει να γίνεται κλιμακωτά, ξεκινώντας από τοπικώς δρώντας φάρμακα σε συνδυασμό με ειδικές τεχνικές κατά την επαφή, και περνώντας στη συνέχεια σε συστηματικά σκευάσματα με τις λιγότερες δυνατές παρενέργειες και τέλος σε άλλα που ενδεχομένως είναι λιγότερο καλά ανεκτά. Πρόσφατα πήρε έγκριση για τη θεραπεία της πρόωρης εκσπερμάτισης η Νταποξετίνη, ένα φάρμακο της κατηγορίας των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης Σεροτονίνης, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται κατ’ επίκληση πριν την επαφή, με ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες. Επίσης, η εφαρμογή της φαρμακευτικής αγωγής πρέπει να γίνεται εντελώς εξατομικευμένα σε κάθε ασθενή, και με το συνδυασμό των διαφόρων διαθεσίμων σκευασμάτων, οδηγούμενη πάντα από την εμπειρία του εξειδικευμένου θεράποντος ιατρού, έτσι ώστε να επιτευχθεί το πιο αποτελεσματικό σχήμα και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, ανάλογα πάντα και με τις προσωπικές προσδοκίες του πάσχοντος.
Κλείνοντας, πιστεύω ότι κατέστη σαφές, ότι στο ερώτημα του τίτλου ( πρόωρη εκσπερμάτιση: υπάρχει λύση; ) η απάντηση είναι απόλυτα καταφατική. Ναι, υπάρχει λύση, αρκεί ο πάσχων να απευθυνθεί στον ειδικό ουρολόγο-ανδρολόγο, με ειλικρίνεια και χωρίς προκαταλήψεις και δισταγμούς και να συμμορφωθεί πλήρως με τις οδηγίες και τις συστάσεις που αυτός θα του δώσει, κατά τη διαγνωστική διερεύνηση και τη θεραπευτική προσέγγιση.
Β. Καθυστέρηση – αδυναμία εκσπερμάτισης
Αδυναμία επίτευξης οργασμού
Πρόκειται για καταστάσεις αρκετά πιο σπάνιες από τη γρήγορη εκσπερμάτιση, οι οποίες μάλιστα είναι και πιο δύσκολες στην αντιμετώπισή τους, οπότε και η αναφορά τους στο συγκεκριμένο εγχειρίδιο αποκτά περιορισμένο ενδιαφέρον.
Κάποιοι άνδρες εκσπερματίζουν κανονικά όταν αυνανίζονται ή όταν τους κάνει η σύντροφός τους στοματικό έρωτα ή τους αυνανίζει εκείνη, αδυνατούν όμως να εκσπερματίσουν κατά τη φυσιολογική επαφή, στον κόλπο της συντρόφου. Κάποιοι άλλοι πάλι έχουν πλήρη αδυναμία τόσο να εκσπερματίσουν, όσο και να βιώσουν οργασμικό αίσθημα. Η κατάσταση μπορεί να είναι μόνιμη ή παροδική, πρωτοπαθής (από την αρχή της σεξουαλικής ζωής) ή δευτεροπαθής (να σχετίζεται με άλλη πάθηση ή γεγονός), ψυχογενής ή οργανική, να σχετίζεται μόνο με μία συγκεκριμένη σύντροφο ή κάποιες συντρόφους, καθώς τέλος και ποικίλης βαρύτητας, αφού όπως είπαμε μπορεί να ποικίλει από ήπια καθυστέρηση ή δυσκολία στην εκσπερμάτιση, έως και πλήρη αδυναμία εκσπερμάτισης και οργασμού.
Τα οργανικά αίτια μπορεί να είναι τα εξής:
Συγγενή – κύστη του Muller, έλλειψη ή απόφραξη των εκσπερματιστικών πόρων ή σπερματοδόχων κύστεων
Ορμονικά – Ενδοκρινικά -υπογοναδισμός, δυσλειτουργίες θυρεοειδούς
Φλεγμονές και λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού – προστατίτιδες, ουρηθρίτιδες
Νευρογενή -Σακχαρώδης Διαβήτης (λόγω της νευροπάθειας που προκαλεί) – Μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις στην πύελο (όπως ριζική προστατεκτομή για καρκίνο του προστάτη), ή ακτινοθεραπεία κυρίως στην πύελο ή στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο. – Πολλαπλή Σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας), Πολλαπλή Ατροφία – Νόσος του Πάρκινσον –Αγγειακά Εγκεφαλικά επεισόδια – Όγκοι του εγκεφάλου ή του Νωτιαίου μυελού – Κακώσεις Νωτιαίου μυελού Δισκοπάθειες– Αλκοολισμός, Ουραιμία – Πολυνευροπάθεια
Φαρμακευτική – Αντικαταθλιπτικά, Αντιανδρογόνα (σε προχωρημένο καρκίνο του προστάτη) – Ψυχοτρόπες και ναρκωτικές ουσίες (ηρωίνη, κοκαϊνη, μεθαδόνη), κατάχρηση αλκοόλ.
Η αντιμετώπιση συχνά είναι πολύ δύσκολη και πολλές φορές δεν έχει να προσφέρει πολλά στον πάσχοντα. Στις περιπτώσεις της ψυχογενούς αιτιολογίας φαίνεται να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες βελτίωσης ή αποκατάστασης, με εξατομικευμένη ψυχοθεραπεία και σεξουαλική συμβουλευτική, ενώ στις περιπτώσεις οργανικής αιτιολογίας συχνά η αιτία που οδηγεί στη δυσλειτουργία δεν είναι αναστρέψιμη. Σε περιπτώσεις φαρμακευτικής αιτιολογίας η απόσυρση του φαρμάκου (αν είναι εφικτό) μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως τη δυσλειτουργία, ενώ αν υπάρχει λοίμωξη η κατάσταση βελτιώνεται με την κατάλληλη αντιβιοτική θεραπεία.