Πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις, οι οποίες όμως έχουν σαν κοινό αποτέλεσμα την κάμψη του πέους σε άλλοτε άλλο βαθμό, που μπορεί να φτάσει έως και την αδυναμία διείσδυσης στον κόλπο.
Η συγγενής κάμψη αποτελεί μια εκ γενετής ανατομική διαταραχή, η οποία γίνεται αντιληπτή κατά την προεφηβική ή εφηβική ηλικία, οπότε ο νέος άνδρας παρατηρεί το πέος του κατά τη στύση να μην είναι ευθύ, αλλά να παρουσιάζει μία γωνίωση η οποία μπορεί να είναι από λίγες μοίρες έως και να σχηματίζει ορθή γωνία, ενώ η νόσος του Peyronie αναπτύσσεται σε ένα φυσιολογικό πέος, στο οποίο αναπτύσσεται αντίστοιχη κάμψη κατά την ενήλικη ζωή. Η συγγενής κάμψη φαίνεται να οφείλεται στην ασύμμετρη ανάπτυξη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους σε σχέση με το σπογγιώδες σώμα της ουρήθρας και η κύρτωση του πέους είναι συνήθως προς τα κάτω και ανάλογα και με το βαθμό της μπορεί να προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα και ψυχογενή στυτική δυσλειτουργία στον έφηβο. Η πάθηση αντιμετωπίζεται χειρουργικά με άριστα αποτελέσματα. Η νόσος του Peyronie, ή Σκλήρυνση των Σηραγγωδών Σωμάτων του Πέους ή Induratio Penis Plastica (IPP), οφείλεται σε εστιακή ή εκτεταμένη ίνωση του ινώδους χιτώνα του πέους (βλέπε ανατομία), η οποία προκαλεί διαφόρου βαθμού κάμψη του πέους και απόκλιση από το διαμήκη άξονά του, είτε προς τα πλάγια, είτε προς τα πάνω ή κάτω
Η νόσος έχει την τάση να αναπτύσσεται σε διάρκεια έως και ενός έτους έως ότου να σταθεροποιηθεί (φλεγμονώδης φάση της νόσου). Σε αυτή τη φάση μπορεί να υπάρχει και πόνος κατά τη στύση. Στο σημείο της ίνωσης μπορεί να αναπτυχθεί μια σκληρή «πλάκα», που συνήθως μπορεί να γίνει αντιληπτή ψηλαφητικά και από τον πάσχοντα. Η διείσδυση στον κόλπο καθίσταται δύσκολη έως αδύνατη, αρχικά λόγω του πόνου (αν υπάρχει) και στη συνέχεια λόγω της κάμψης του πέους, ενώ συχνά συνυπάρχει στυτική δυσλειτουργία είτε ψυχογενής, είτε οργανική λόγω διαταραχής της αιμάτωσης κυρίως μετά τη βλάβη.
Η αιτιολογία της πάθησης δεν είναι εξακριβωμένη επακριβώς, ωστόσο ενοχοποιούνται μικροτραυματισμοί του πέους κατά τις επαφές, κάποια κληρονομική προδιάθεση, καθώς και η αυτοάνοση αιτιολογία (ρευματική, νόσος του συνδετικού ιστού), καθώς η νόσος συνυπάρχει συχνά με ρίκνωση της παλαμιαίας απονεύρωσης (νόσο Dupuytren). Η αντιμετώπιση της πάθησης είναι κατά βάση χειρουργική, καθώς έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς αρκετές μέθοδοι συντηρητικής θεραπείας χωρίς ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα. Η μόνη ρεαλιστική συντηρητική αγωγή φαίνεται να είναι η από του στόματος χορήγηση αντιοξειδωτικής (κυρίως βιταμίνης Ε) αγωγής, καθώς και κάποιες ουσίες που δείχνουν (εμπειρικά) να έχουν κάποια αποτελέσματα κατά τη φλεγμονώδη φάση της νόσου, όπως η ταμοξιφαίνη και το Potaba, καθώς και η διαδερμική ιοντοφόρηση Βεραπαμίλης και Δεξαμεθαζόνης, ως προς τον περιορισμό της βλάβης και της γωνίωσης του πέους. Η τελική χειρουργική αντιμετώπιση (πάντα μετά τους 12 μήνες) συνιστάται σε επεμβάσεις πτύχωσης του ινώδους χιτώνα αντιδιαμετρικά της ρίκνωσης, όταν αυτή είναι περιορισμένη, και φτάνει έως και σε επεμβάσεις πλήρους αποδόμησης του πέους, διατομής της ινώδους πλάκας και αποκατάστασης του ελλείμματος με χρήση διαφόρων αυτόλογων (από σαφηνή φλέβα, βλεννογόνο στόματος) ή ετερόλογων μοσχευμάτων